- υπέρμαχος
- -η, -ο / ὑπέρμαχος, -ον, ΝΜΑπρόμαχος, υπερασπιστής («τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», Ακολουθ. Ακαθ. Ύμνου Κοντάκ.)νεοελλ.συνεκδ. ένθερμος οπαδός, αγωνιστής, μαχητής («υπέρμαχος τής ισοτιμίας τών εθνών»)μσν.φίλερις*, καβγατζής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. πρό-μαχος, σύμ-μαχος].
Dictionary of Greek. 2013.