υπέρμαχος

υπέρμαχος
-η, -ο / ὑπέρμαχος, -ον, ΝΜΑ
πρόμαχος, υπερασπιστής («τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», Ακολουθ. Ακαθ. Ύμνου Κοντάκ.)
νεοελλ.
συνεκδ. ένθερμος οπαδός, αγωνιστής, μαχητής («υπέρμαχος τής ισοτιμίας τών εθνών»)
μσν.
φίλερις*, καβγατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. πρό-μαχος, σύμ-μαχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑπέρμαχος — champion masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρμαχος — η, ο 1. πρόμαχος, υπερασπιστής, προστάτης: Πολέμησαν οι υπέρμαχοι της ελευθερίας. 2. πιστός οπαδός, ενθουσιώδης θαυμαστής: Οι υπέρμαχοι της πολιτικής αλλαγής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπέρμαχον — ὑπέρμαχος champion masc/fem acc sg ὑπέρμαχος champion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερμάχοις — ὑπέρμαχος champion masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερμάχου — ὑπέρμαχος champion masc/fem/neut gen sg ὑπερμάχομαι will fight pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ὑπερμάχομαι will fight imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερμάχους — ὑπέρμαχος champion masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερμάχων — ὑπέρμαχος champion masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερμάχῳ — ὑπέρμαχος champion masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρμαχε — ὑπέρμαχος champion masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρμαχοι — ὑπέρμαχος champion masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”